- δυναστεύω
- (AM δυναστεύω) [δυνάστης]μσν.- νεοελλ.καταδυναστεύω, κυριαρχώ, δεσπόζωμσν.1. πιέζω, εξαναγκάζω2. βιάζω γυναίκα3. βασανίζω, κακομεταχειρίζομαι4. παίρνω με τη βία5. συγκρατώ, εμποδίζω6. (αμτβ.) προσπαθώ, βάζω τα δυνατά μου7. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) οι δυναστεύοντεςοι τύραννοι, οι δυνάστεςαρχ.1. κατέχω εξουσία, αρχή2. (για πόλη) είμαι ηγεμόνας άλλων3. επιδρώ4. (για άνεμο) υπερισχύω, επικρατώ5. μαθημ. παθ. (για αριθμό) αναφέρομαι στην ύψωση τού αριθμού σε δύναμη6. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) τὸ δυναστεῡονο δυνάστης (αντίθ. ο δήμος).
Dictionary of Greek. 2013.